παραυχενίζω

παραυχενίζω
Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «κάμπτω πλαγίως τόν αυχένα»
2. (κατά τον Φώτ.) «παρακρούω», κόβω τον λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + αὐχενίζω «κάμπτω τον αυχένα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραυχενίζων — παραυχενίζω bend the neck aside pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυχενίζω — αὐχενίζω (Α) 1. κόβω τον λαιμό κάποιου, αποκεφαλίζω 2. στραγγαλίζω, πνίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυχήν ( ένος). ΠΑΡ. αρχ. αυχενιστήρ. ΣΥΝθ. αρχ. απαυχενίζω, υψαυχενίζω αρχ. μσν. παραυχενίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”